ΙστορΙα του ΣχολεΙου

Το 1ο Γενικό Λύκειο Κατερίνης, που ιδρύθηκε μαζί με τα άλλα τρία Λύκεια της πόλης μας κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και λειτουργεί αδιαλείπτως μέχρι και σήμερα, αποτελεί επιγέννημα του Γυμνασίου Αικατερίνης και προϊόν της δημογραφικής έκρηξης που εμφάνισε η πόλη μας, η Κατερίνη κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Θεωρείται και είναι το αρχαιότερο πνευματικό ίδρυμα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του νομού μας.
Το Γυμνάσιον Αικατερίνης ιδρύθηκε στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αι. ως συνέχεια της Αστικής Σχολής Αικατερίνης και η οποία με τη σειρά της προέκυψε από σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που λειτουργούσαν στην πόλη μας κατά τον τελευταίο αιώνα της τουρκοκρατίας.

Η εκπαίδευση στην Πιερία κατά τις τελευταίες δεκαετίες της τουρκοκρατίας

Δεν μας είναι γνωστός ο ακριβής χρόνος κατά τον οποίο άρχισαν να λειτουργούν τα πρώτα ελληνικά σχολεία στην Πιερία. Στα απομνημονεύματά του, ο αντάρτης επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος, για την προ του 1878 περίοδο αναφέρει ότι ανέκαθεν υπήρχαν ελληνικά σχολεία στις κωμοπόλεις και στα μεγάλα χωριά της Πιερίας, αλλά η ποιότητά της ήταν πολύ χαμηλή και περιοριζόταν μόνον στις μικρές τάξεις. Γράφει χαρακτηριστικά:

«η εκπαίδευσις είναι λίαν ευτελής. Εν Λιτοχώρω, Κολινδρώ, Αικατερίνη, Βελβενδώ και Καταφυγίω ανέκαθεν υπάρχουσιν ανά εν δημοτικόν ή αλληλοδιδακτικόν σχολείον έχον μίαν ή δύο τάξεις του ελληνικού σχολείου, αλλ’ αι πρόοδοι αυτών είναι πάντοτε ανάξιαι λόγου δια πολλάς αιτίας?
(τα σχολεία αυτά)
-διατηρούνται δι’ ιδιωτικών ετήσιων συνεισφορών ? αβεβαίων και αστάτων
-τα έσοδα είναι γλίσχρα και μόλις εξαρκούντα εις διατήρησιν ενός προστύχου διδασκάλου ή το πολύ δύο τοιούτων
-η εκλογή, η διατήρησις, η εξέλεγξις, η παύσις των διδασκάλων εξαρτάται εκ της ιδιοτροπίας του κατά καιρούς ισχύοντος Κοτζάμπαση
Εκ δε των λοιπών χωρίων εις μόνα τα μεγαλύτερα υπάρχει γραμματοδιδασκαλείον, εν ώ εις ημιμαθής άνθρωπος, λαμβάνων 1000 ή 1500 γρόσια μισθόν, διδάσκει εις τον νάρθηκα της εκκλησίας εις 15-20 παιδία την ανάγνωσιν απί της οκταήχου, και εκτελεί συνάμα χρέη κανδηλάπτου, ψάλτου και δημοσίου υπηρέτου του χωρίου.
Δια τούτο και μεγίστη και εσχάτη αμάθεια επικρατεί εις τα χωρία ταύτα.»

Αυτή ήταν η κατάσταση της παιδείας στην Πιερία κατά τα μέσα του 19ου αιώνα. Αλλά και τα άλλα μεγέθη της (οικονομικής, κοινωνικής, κ.ά.) ζωής των υποδούλων κατά την περίοδο αυτή δεν ήταν καλύτερα. Παρά ταύτα το φρόνημα παρέμενε υψηλό και περίμεναν από στιγμή σε στιγμή να έρθει το ελληνικό και στην περιοχή τους, όπως συνέβη στη νότια Ελλάδα, μετά την επανάσταση του 1821.

Η Κατερίνη την περίοδο αυτή ήταν ένα μικρό ασήμαντο χωριό, τσιφλίκι ενός τούρκου αγά και την κατοικούσαν πενήντα περίπου οικογένειες, γεωργών και κτηνοτρόφων, που εργάζονταν στα κτήματα του τούρκου αγά. Για τους κατοίκους της Κατερίνης και για την περίοδο λίγο πριν και λίγο μετά το 1850 ο Βαρδάκας αναφέρει «?η πόλις αύτη ήτο μικρόν χωρίον, εκ πεντήκοντα οικιών συνιστάμενον και του οποίου τότε οι κάτοικοι ησχολούντο μόνον περί την γεωργίαν και την κτηνοτροφίαν καθώς και την σιδηρουργίαν της επισκευής των γεωργικών εργαλείων και κατασκευήν των πετάλων και καρφίων των αναγκαιούντων προς πετάλωσιν και καλλίγωσιν των φοτρηγών και αροτριώντων ζώων?»
Λίγο πριν και λίγο μετά την επανάσταση του Ολύμπου (1878) η Κατερίνη αρχίζει να εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας. Σύμφωνα με τις πηγές κατά την περίοδο αυτή η Κατερίνη εμφανίζεται να έχει 300 οικίες, ενώ λίγα χρόνια αμέσως μετά να έχει κατά τη χειμερινή περίοδο 1000 οικίες. Η διαφορά αυτή οφείλεται προφανώς στον υπολογισμό και των «ξένων», κυρίως Βλαχολιβαδιωτών, που διαχείμαζαν στην Κατερίνη, ενώ το καλοκαίρι ανέβαιναν στα ορεινά χωριά. Την περίοδο αυτή η Κατερίνη εμφανίζεται με σχολείο ελληνικό αρρένων και παρθεναγωγείο.


ΕΞΕΛΙΞΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ (1800-1914)

Ο Σχινάς στο οδοιπορικό του για την περίοδο πριν και μετά το 1881, γράφει για την Κατερίνη:

Σύμφωνα με τη μελέτη του Α. Αρβανίτη (1908) πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους στον καζά Κατερίνης (σημ. νομό Πιερίας) κατοικούσαν 22.012 Έλληνες και 3.435 Τούρκοι, σύνολο 25.447 κάτοικοι. Στην πόλη της Κατερίνης κατοικούσαν 3.700, από τους οποίους οι 2.500 Έλληνες και οι 1200 Τούρκοι. Σε μια άλλη στατιστική του 1910 ο καζάς είχε 18.867 Έλληνες και 4.467 Τούρκους.
Η αύξηση του τουρκικού πληθυσμού οφείλεται στο γεγονός ότι μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) και την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία, πολλοί μουσουλμάνοι αυτών των χωρών ενθαρρύνθηκαν από τους Νεότουρκους να εποικίσουν περιοχές της Μακεδονίας. Πολλοί απ` αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη (στη συνοικία Βατάν), στο Μακρύγιαλο και στο Ελευθεροχώρι. Όταν η Κατερίνη απελευθερώθηκε (1912) οι Μουσουλμάνοι αυτοί εγκατέλειψαν την Πιερία και στις εστίες τους εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατ. Θράκη. Οι μουσουλμάνοι παλαιοί κάτοικοι της πόλης θα παραμείνουν στην Κατερίνη, από την οποία θα αναχωρήσουν μετά το 1923, με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, που προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν μερικές οικογένειες Τουρκαλβανών και παρέμειναν στην πόλη. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, σύμφωνα με τη στατιστική της 16ης Αυγ. του 1913, στην Κατερίνη ζούσαν 5.088 κάτοικοι, από τους οποίους 3.308 Έλληνες ορθόδοξοι και 1780 μουσουλμάνοι.

Πριν από την απελευθέρωση λειτουργούσαν στην πόλη, παράλληλα με τα ελληνικά και μουσουλμανικά σχολεία, τα εξής:


α) Μία Αστική Σχολή (Ρουσδιέ Μεκτεπή) με τρεις τάξεις, που είχε ιδρυθεί το 1316, (έτος Εγείρρας), με τρεις τάξεις. Φοιτούσαν 25 μαθηττές και δίδασκαν 2 δάσκαλοι.


β) Δύο βασικά δημοτικά (Ιπινταγιέ Μετεκπή) με τρεις τάξεις το καθένα. Το ένα αρρένων με 120 μαθητές και τρεις δασκάλους και το άλλο Θηλέων με 148 μαθήτριες και δύο δασκάλες.
Κατά την περίοδο μετά την απελευθέρωση τα τουρκικά σχολεία που λειτουργούσαν στην πόλη ήσαν δύο διτάξια οθωμανικά σχολεία με τέσσερα τμήματα το καθένα. Επρόκειτο για ένα αρρένων με 80 μαθητές και 2 δασκάλους και ένα θηλέων με 60 μαθήτριες και 2 δασκάλες. Στεγάζονταν σε κοινό διδακτήριο, του οποίου η γενική κατάσταση χαρακτηριζόταν ως αρίστη. Πρόκειται για το χώρο του σημερινού 4ου Δημ. Σχολείου. Το κτίριο αυτό επέζησε για πολλές δεκαετίες μετά τον πόλεμο, κατά τις οποίες φιλοξένησε το 2ο Δημ. Σχολείο και μετασχηματίστηκε στο σημερινό 4ο Δημ.